- άγνεφος
- άγνεφος, -η, -ο και αγνέφαλος, -η, -οχωρίς σύννεφα, ασυννέφιαστος: Άγνεφος ουρανός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.