άγνεφος

άγνεφος
άγνεφος, -η, -ο και αγνέφαλος, -η, -ο
χωρίς σύννεφα, ασυννέφιαστος: Άγνεφος ουρανός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άγνεφος — (I) η, ο βλ. άγνευτος. (II) η, ο [νέφος] αυτός που δεν έχει σύννεφα, ασυννέφιαστος, ανέφελος …   Dictionary of Greek

  • άγνευτος — και άγνεφος, η, ο αυτός που γίνεται δίχως νεύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + γνέφω < νεύω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”